.

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010


Διαθήκη


Παρακαλώ σας: "Ρίξτε με πού λαχταρούσα πάντα.
Πάρετε σώμα και ψυχή και δώστε με σε κείνη. 
Εκεί. Στο μεσοπέλαγο που τα μαλλιά της λύνει.
Που 'χει το χάδι τρυφερό και το φιλί της πλέριο. 

Ρίξτε με κει, ολάκερο! να νιώθω τη δροσιά της.
Δεν θέλω χώμα, προσευχές και πλάκα ν' αναγράφει:
"Ενθάδε κείται, ο ποιητής… Την τάδε μέρα, ετάφη…" 
Ούτε λουλούδια, μάρμαρα και πάνω τους καντήλια.

Σαβανοπάνι ολόσωμο και πλαγιαστή σανίδα·
μόνο, πριν ρίξουν στα νερά, θα 'θελα δυο κουβέντες
όπως σ' εκείνους, της Αργούς τους Οδυσσείς λεβέντες,
που η χάρη της, καιρό κρατεί στην πάναγνη αγκαλιά της.

Παρακαλώ, στην πρόκοσμη να κηδευτεί ο νεκρός μου.
Σε αχαρτογράφητο βυθό και τόπο μυστικό.
Να 'ναι το μνήμα μου ρηχό με κοίλο χρηστικό
ώστε, στον ρόγχο του άμαθου, παρηγοριά εγώ κι έγνοια…"



©Γιώργος Ν. Μανέτας

Σκούρο 


Είναι κάποιες φορές, που απ’ τη γέφυρα πάνω,
καθώς πέφτει το φως και οι σκιές παρατάσσουν, 
ζοφερές κάποιες βλέπω που μετέπειτα χάνω.
Που μετέπειτα βλέπω και το νου μου ταράσσουν.

Κι άλλες, πάλι, φορές, βλέπω κάποια γαλέρα 
δίχως πάνω της ξάρτια και χωρίς τ’ άρμενα της,
σιγαλά να διασχίζει την αλλόκοτη εσπέρα.
Σιγαλά να βυθίζει στ’ αδηφάγα νερά της.

Κι απ’ τη θάλασσα εκείνη, να ξεχύνουν θηρία
σαν οι εν λόγω σκιές - κείνες που 'χα σιμά μου,
να διατάσσουν βροτούς ν' ανοιχτούν τα βιβλία.
Να διατάσσουν να δουν μήπως βρουν τ’ όνομά μου.

Κ’ είναι κάποιες φορές που, στη γέφυρα πάνω,
καθώς χάνεται η νύχτα και το φως ανατέλλει,
ασυναίσθητα, νιώθω, το σταυρό μου να κάνω.
Ασυναίσθητα, νιώθω, το Κακό ν' αναστέλλει… 




©Γιώργος Ν. Μανέτας