.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012



Η άφοβη 



Κάποια φορά, θαυμάζοντας τις ομορφιές του Ολύμπου,
η νύχτα πρόκανε χωρίς να βρω το μονοπάτι.
Το δολερό δε σκιάχτηκα μες στα τυφλά σκοτάδι,
ούτε τ’ απόσκιο του βουνού με τ’ ανδρειωμένο σχήμα.

Ολόγυρά μου φυλλωσιές καθώς κισσοί πλεγμένοι
στα μυστικά ψιθύριζαν τ’ απόκοσμά τους λόγια:
«Αλί στον άμαθο που δεν γνωρίζει από σκοτάδι».
Η αλήθεια, πως θα τρέλαιναν και πεθαμένο ακόμα.

Άνεμος μ’ ήθελε σκυφτή για του ‘κοβα το δρόμο,
μα δεν που του ‘δωσ’ αφορμή να σκύψω το κεφάλι.
Μόνο στραβά τον κοίταξα και του ‘πα αγριεμένη:
Ό,τι θεριό με πρόσβαλε, τ’ απίθωσα στο χώμα!

Πέρασε κι έτσι ακούμπησα πλάι στο κορμί ενός πεύκου
που μέσα στο πολύ βαθύ της νύχτας το σκοτάδι,
έμοιαζε μ’ ένα γίγαντα, στοιχειό σε παραμύθι,
που ετοίμαζε τα μπράτσα του και τις γροθιές για μένα.

Κι έτσι καθώς σκεφτόμουνα πού κρύφτηκεν η ρούγα,
ψιθυρισμούς σα ν' άκουσα κι απέναντι μού εφάνη,
πως είδα τρεις ανάλαφρες ώριες κοπέλες που 'χαν,
τ' άυλα χλωμά κείνα κορμιά, καθώς των φαντασμάτων.

Πάλι δε σκιάχτηκα γιατί δεν είμ’ εγώ φτιαγμένη
στα φυσικά παράδοξα του κόσμου αυτού δοσμένα,
για να λυγίζει μου η ψυχή, για να φοβάται ο νους μου.
Τα δολερά τα σχήματα, τα σπάω και τα τσακίζω.

Κι έτσι ως συμβαίναν διάφορα κι η νύχτα προχωρούσε,
μικρές στο σύθαμπο δειλές ξεπρόβαλαν αχτίδες
ώσπου μπροστά μου διέκρινα στρατί και μονοπάτι.
Τότε, μου ξέφυγε κραυγή! άνθρωπο εγώ σαν είδα… 



©Δήμητρα Δελακούρα