.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011


Κίτρινο


Της Δήμητρας - Λιζέτε


Τότε, παιδούλα που ήμουνα κι ο κόσμος μου όσο ο κήπος,
δεν είχα σκέψη για μακριά παρά μονάχα, όσο
τα χέρια φτάναν τα κλαριά, που νόμιζ’ από μένα,
ως τρυφερά που τα ‘πιανα, μπολιάζονταν κι ανθίζαν.

Θυμάμαι ακόμη τη φορά την πρώτη να τ’ αγγίζω
φυλλομετρώντας τ’ άπειρα σαρκώδη κείνα φύλλα,
κι ακόμη, πώς η μάνα μου με διόρθωνε στα λάθη:
Καθώς δεν πήγαινα σχολειό, ό,τι ήθελα μετρούσα.

Έτσι, μου φάνταζε όμορφη πως μου 'τυχεν η ζήση
και πως στα χέρια πάντοτε ό,τι έπιανα θ’ ανθούσε
μα, ξαφνικά ρημάξανε στους φράχτες τα λουλούδια.
Σε μία στιγμή κιτρίνισαν, και πέσανε, και πάνε.

Τότε, μου το 'παν σιγανά, πως ήρθεν ο χειμώνας.
Πως τα χλωρά ξεβάφουνε τα πράσινά τους φύλλα.
Μα τα νεκρά που κείτονταν, τα πριν αγαπημένα,
τα ξενυχτούσα η δύστυχη, με απορημένης βλέμμα.

Στην παιδική κείνη ψυχή, μόνο θυμός και πόνος:
“Έτσι γκρεμίζεται η χαρά; Μ’ ενός βοριά, τ’ αγέρι;
Τώρα, πριν λίγο γέλαγα, με τ’ άλαλα μιλούσα”.
Ακόμη, στ’ άγριο φύσημα, μαραίνομαι ως εκείνα…



©Γιώργος Ν. Μανέτας