.

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Την πατρίδα


Πάντοτε ασάλευτος θωρώ την εύμορφη πατρίδα κι απ’ την πολλήν αγάπη μου συχνά ξεσπώ σε δάκρυα σαν βλέπω, εκείνες τις παλιές πια ξέθωρες εικόνες, που φέρω σαν ανάμνηση για να μην την ξεχάνω. Κι όπως, τα πέλαγα θωρώ και τις ακτές θαυμάζω, με τα γοργά τα κύματα τ' ασίγαστα να σπάζουν, βλέπω πάνω στην έρημο της δροσερής της άμμου, κάθε τι θαύμα της κι εμέ κάτω απ' τον ίδιον ήλιο. Και μες στις τόσες, είν’ κι αυτές που 'χουν βουνά, πλατάνια, που 'χουν νυφιάτικη ομορφιά σαν πασχαλιές του Απρίλη, τόσο που, καθώς ρεύονται τα μυρωμένα τους άνθη, τείνω τα χέρια, ο δυστυχής, δήθεν να πιω απ' την κρήνη. Και είναι κάποιες, θυμικές με λάβαρα και αγίους - σαν τότε, που ήμουνα παιδί μες σ’ εκκλησιές ταμένος, που σήκωνα τις φτέρνες μου για ν' ασπαστώ μια εικόνα· έτσι, κι απόψε, το ζερβό σηκώνω για σταυρό μου και με τις θύμησες αυτές πέφτω στην ξένη κλίνη κι αποκοιμιέμαι, με όνειρο πως ξύπνησα στον όρθρο, μες σε αγκαλιές και σε φιλιά, μες σε ασπασμούς και γέλια: Σαν έτσι, αδιάκοπα θωρώ μα δεν ποτέ τη φτάνω...

©Γιώργος Ν. Μανέτας