.

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010



Της Κέρκυρας


Κέρκυρα VIII


Α, να 'χες χείλη… να σ' τ’ αρπάξω μια, να σ' τα φιλήσω!
Α, να 'χες μάτια… να τα δω στο φως, το δειλινό.
Ρίγος με πιάνει, κι ύστερα κρατιέμαι μη δακρύσω.
Κόρη του νόστου – Κέρκυρα: Διψώ Σε! και πεινώ.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



0υτοπία 


Θωρώ στην αχτή την απείραχτην άμμο της. 
Την πυκνόφυτη γη, με τις δύσβατες άσπες. 
Δεν χαρώ νυσταγμό τόσα χρόνια θωρώντας την 
κ' είν' ανώφελη πια μια στεριά που δεν φτάνω. 

Ας βυθίσω μεμιάς την πλανεύτρα την σκέψη μου. 
Στην αδιάβατη γη να βρεθώ της ψυχής μου, 
μέχρις ότου τ' άμορφα νέφη σκορπίσουνε 
και ξανά πάλι δω την μικρή της Κασσιόπη.




©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της Κέρκυρας



Μαντίλα ροδοστέφανη και χείλη σαν κεράσι,
προσμένω να περάσει,
να δω το χρυσοκέντητο - δαντέλα φόρεμά της,
την τόσην ομορφιά της.

Δύση να δω κι ανατολή στα μάτια της τα πλέρια,
να πιάσω της τα χέρια,
να δώσω μια να τα φιλώ μέχρι τους ώμους πάνω,
να τα βαστώ μη χάνω.

Να πάρω απ’ τα μαλάκια της, που ήλιο χρυσό θυμίζουν,
τα μύρα που μυρίζουν,
για να τα πάω στον Άγιο μου τάμα και προσευχή μου,
να κάμει την, δική μου.

Α, πόσο θα ‘θελα κι αυτή να με κοιτάξει, σάμπως…!
- Θα ομόρφαινε κι ο κάμπος. – 
Να δω την άνοιξη π' ανθεί στο κάθε πάτημά της.
Τι κρύβει, στην καρδιά της:

Παξοί - Αντίπαξοι - Μαθράκι – Ερεικούσσα – Οθωνοί.

Μανδούκι 1996


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Παλαιοδρόμηση


Θυμήθηκα, της Κέρκυρας κάποιο στενό δρομάκι
μ’ ένα πεζούλι χαμηλό, λουλουδιασμένο πάντα,
που μαζευόμασταν παιδιά τις Κυριακές για σκάκι,
ή σιντερόλες παίζαμε. Πριν φτάσει ακόμα η Fanta

καπάκια βρίσκαμε Μπιράλ, Φιξ, Φήμη, Κρυσταλία

και με σφεντόνες στέλναμε μακριά τα ντιχαλάκια. 
Τοίχου καρτέλες ρίχναμε τους παίκτες, με μανία
ή τα “κορίτσια μας” δειλά μας διάβαζαν στιχάκια.

Εγώ, πατίνι – ρουλεμάν και τσούρλι μπαγκιονέτα

κι ο Φώντας, – όλη του η σπουδή στο χέρι ένα ξυλίκι.
Βεζύρη και πεντόβολα, κρυφτό, και τα σονέτα 
σε φυσοκάλαμο φτιαχτό, δώρο από την Αλίκη.

Μήλα η Μαρίνα και κουτσό, η Ευτυχία, σκοινάκι.

Το Τάκα -Τάκα ο Δημητρός, – γύψο στο χέρι γιάστρα.
Μια Κυριακή, ξανά 'θελα… Κέρκυρα… και λιγάκι
τη φλογερομαντούρα μου, κάτω από κείνα τ’ άστρα…

(Α μπε μπα μπλόν, του κείθε μπλόν, α μπε μπα μπλόν

του κείθε μπλόν μπλήν μπλόν…)




©Γιώργος Ν. Μανέτας


Προσήνεμος


- Για σένα, ξάγναντα μια θάλασσα θωρώ
κι ό,τι ωφελεί τη μνήμη μου, σου γράφω.
Το κάθε σύθαμπο χαρώ
και σε καμβά το ράφω.

- Θυμούμαι, τότε που έφευγες ταξίδι σοροκάδα
κι ήρθα μικρό και κάθισα, στην πρύμνη χελιδόνι.
Λεπτουργικά, μαστόρευες μιαν άγνωστη Κυκλάδα,
στου ξύλου το τιμόνι.

- Θυμούμαι, απ’ όταν έφυγα με τη βοή του ανέμου,
τις βορινές τις θάλασσες τα πλάσματα σκοτάδια.
Τον αφρισμένο σάλαγο που σπούσε απάνωθέ μου,
θυμούμαι όλα τα βράδια.

Κάθε γραμμή του ορίζοντα τα δίπλατα λιμάνια,
της Κύπρου τα λιθόστρωτα την Δαμασκό στο βάθος.
Την Εσπεράνσα, που έφερνε στο Μπέλεμ τα βοτάνια,
και παρασέρνω λάθος.

Τον μελωδό, που κούρσεψε στο Βίδο απ’ τη Σπιανάδα,
έναν μικρόν ανάγλυφο σε στύλο Ποσειδώνα.
Και κάποια νύχτα, σε όνειρο, πως ήρθα στην Ελλάδα
για σε, ξωθιά γοργόνα. 



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κέρκυρα XI


Απόψε, ο νους ως σ΄ έψαχνε να βρει στο ματοκιάλι,
σ’ είδε, κει που λιαζόσουνα στης μνήμης τ’ ακρογιάλι
κι όπως, κόντευε δίπλα σου στα μπράτσα του να σφίξει,
απέκοψες! Κι αυτός για δεν μπορούσε να σ’ αγγίξει

ήβρε κλαρί και βέργισε τις θάλασσες του νου του,
για ν’ ανακράξει αντήχει σου το μένος του καιρού του.
Για να σε βρει στο πέλαγο, να σ’ ανταμώσει αγάλι,
να σ’ αγκαλιάσει, Κέρκυρα, στης μνήμης τ’ ακρογιάλι.

Ό, τι ποθούσε, η σκέψη του: Αμμόσκονη κι αλάτι!
Έφευγε κείνος κι άμπωνε τις κλειδωνιές η εμπάτη.



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Κέρκυρα ΧΧΙ


Πώς το χλωρό, το ταπεινό τούτης της γης χορτάρι;
Πώς η ορθρινή του βράχου της, φανταστική μορφή;
Πώς η δροσιά του σύννεφου νοτίζει το θυμάρι
και χαίρει, του κυπαρισσιού η ευθυτενής κορφή;

Πώς το καθάριο, γάργαρο νερό μέσα στο ρέμα; 
Πώς τόσο υπέρλαμπρο το φως που φτάνει τ’ ουρανού;
Πώς οι ευανθοί της, θάλλοντας παρακινούν το βλέμμα 
και ξένοι κόσμοι, ως γιατρικό τους φέρουνε στο νου;

Πώς η θωριά των κάστρων της, στα παιδικά τα μάτια;
Πώς τούτη η φύση, διάπλαση του νου και της ψυχής;
Πώς τα καντούνια - λίθινα φαντάζουνε παλάτια
με νεραϊδόμορφες και νιους μιας άλλης εποχής;

Πώς τα νηφάλια βλέμματα, με ζέση και με αγιάζι; 
Πώς των ανθρώπων, ευγενής η συμπεριφορά;
Πώς του Αγίου το σκήνωμα τα πλήθη αναγαλλιάζει
και τη σεπτή προσμένουνε να δουν περιφορά; 

Πώς οι γκρεμνοί αυτοί και πώς τόσοι παράλιοι κόλποι;
Ποιος δώρισε, περιχαρείς τ’ άπλετο τούτο το φως!
Άνθρωπε συ, που αλλοτινοί σ’ έλκουνε ξένοι τόποι,
πες μου, τον τόπο που θωρείς, ποιος έφτιαξε και Πώς…; 



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Κέρκυρα ΧΧ

Κάτω από τ’ άστρα στέκεται τούτο της γης το θάμα...
Μία ζωγραφιά που φτιάχτηκε για να σας ιστορεί.
Φέτος, πρόσμενε φίλους της για να χαρούν αντάμα,
για να τους δείξει, τ’ όνειρο πόσες στιγμές κρατεί.

Κέρκυρα: Γαλανόλευκη με μι’ άφραστη γαλήνη.
Αναδυόμενη απ’ το χθες φασματική μορφή. 
Χαρά! Χορός κι ενδείκνυται τις νύχτες με σελήνη
βόλτα στην πόλη, κι έπειτα στην καστρινή κορφή.

Στα εφηβικά τα μάτια σας είθε η χαρά ολημέρα.
Εδώ, οι στιγμές ανείπωτες και υπό το φως βληθεί.
Μνήμες που ο λόγος λάξευε κάθε της άκρη ως πέρα,
μπορεί να βρείτε, ανέγγιχτες στα δροσερά αβαθή. 

Ελάτε! Ίσως να φεύγατε μ’ ό,τι που σας ενώνει!
Φέτος, εδώ αγαπήθηκαν ο Πέδρο και η Μαρία.
Να 'χετε μόνο τ’ αυγινό το χρώμα, που φιλιώνει.
Κάθ’ όνειρο, σαν ζωγραφιά που φέρει μια ιστορία.



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Κέρκυρα ΧVΙΙ

Κάθε φορά, στο αντάμωμα της,
μεθώ απ’ την τόσην ομορφιά της
τόσο, που ντρέπομαι να πω…
Σ’ άγνωστους τόπους μύριους πήγα
μα σαν αυτήν… μέτρια και λίγα.
Ίδια, δεν βρήκα ν’ αγαπώ.

Δειλός, μα πάλλεται η ψυχή μου!
Και σαν να σβεί η αναπνοή μου
νιώθω· το στήθος να πονά.
Γνωρίζοντας, το δίχως άλλο,
κείνο του πόθου μου το σάλο,
φροντίζει να το κυβερνά.

Τότε, θυμώνω και με κρίνω 
κι έτσι, χλωμός όπως το κρίνο,
με ασίγαστο αναφιλητό…
Με δίχως μπόι και δίχως σθένος,
καθώς πρωτόβγαλτος, παρθένος,
μεθώ στο παραμιλητό:

«Ωωω! κόρη – Κέρκυρα, γαρντένια!
Της σκέψης μου, παραμυθένια
με κήπους, μύρα κι ευανθούς!
Εσύ, της πλώρης μου Σειρήνα, 
γοργόνα στη δική καρίνα. 
Κοχύλι, απ’ τους ωκεανούς». 

Κι ύστερα, σαν να την αρνιέμαι
κάνω, πως τάχα εγώ ξεχνιέμαι·
στρέφω το βλέμμα μου, γι' αλλού.
Τότε, μου απλώνει τα δυο χέρια
και τόσα μου χαρίζει αστέρια,

όσα 'χει η άμμος, του γιαλού.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κέρκυρα VI

Σαν βλέπω εικόνα σου, σιωπώ. 
Θυμάμαι, μόνο ν’ αγαπώ
θάμνα και κλώνια.
Τα πλάγια! Τις βουνοκορφές, 
ντυμένες που 'θελ’ αδερφές,
νύφες στα χιόνια

( κόρη του νόστου, εφηβική, 
της ομορφιάς μούσα δική,
φωτός αχτίδα,
πάλλευκο κρίνο και μυρτιά, 
της τέρψης μου γλυκιά ευωδιά,
δροσοσταλίδα )

Μικρή, κορφιάτικη αγριλιά,
που ‘θελα ζώσω με φιλιά!
… Τι καρδιοχτύπι....
Που σ’ έπινα, για να μεθώ. 
Δέντρο που σ’ ήθελαν μ’ ανθό,
οι εντός μου κήποι

( καθάρια εικόνα, ευλαβική, 
ασύγκριτη κι ονειρική,
γλυκιά πατρίδα,
λευκή ανθισμένη αμυγδαλιά, 
στης άνοιξης τη σιγαλιά,
άχραντη ελπίδα )

και, ω!! έρωτά μου, εφηβικέ, 
του γήρατος πλατωνικέ,
αγνή παρθένα:
Κέρκυρα! εσέ, των γλυκασμών, 
σ’ ανάμνηση των στεναγμών,

φιλώ απ' τα ξένα...



©Γιώργος Ν. Μανέτας