.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013


Πώς ν’ αγαπήσεις...



Πού πεταλούδα, για να δεις; πού γη, για ν’ ακουμπήσεις;
Πού πεύκου σκιά να δροσιστείς, να γείρεις, να πλαγιάσεις.
Άνθρωπο πού, να 'χει καρδιά και νου για να μιλήσεις,
να του χαϊδέψεις τα μαλλιά, μ’ αγάπη ν’ αγκαλιάσεις.

Πού μέλισσα, να βρεις χρυσή; μια μυγδαλιά, ν’ αγγίξεις.

Πού ρεματιά να ‘χει νερό, να πιεις και ν’ αποκάμεις.
Θάλασσα πού και βότσαλα στα μακρινά να ρίξεις.
Λάκκο, να βγάλεις μια κραυγή, τον πόνο σου να γιάνεις.

Σύννεφο πού, δίχως θολό τον ουρανό του να 'χει.

Πού νύχτα, ν’ αποκοιμηθείς με την ψυχή γαλήνια,
να γείρεις το κορμάκι σου κει στου βουνού τη ράχη,
να σε ξυπνήσουν τα πουλιά, μες στης αυγής τη γρίνια.

Μα... πού χαρά, να ξαπλωθείς... να γείρεις, το κορμί σου...

Να δεις πώς τ’ άστρα στ’ αργαλειό ξεπλέκουνε το φως τους!
(Πώς ν’ αγαπήσεις άνθρωπο – θεριό με τη μορφή σου,
όταν δεν ξέρεις τι ζητά και ποιος είν' ο σκοπός του...)



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Εις την πλατείαν


Πεδίον του Άρεως


Α Καρυωτάκη, Παλαμά, Καββαδία,

με δίχως δάφνες πια και δίχως στεφάνια.
Στην πολύβουη την άλλοτε από κόσμο πλατεία
τ' αγάλματά Σας - μαραμένα γεράνια.

Περίλυπος στέκω κοιτώντας και φρίττω

με στόμα τί χαύνο και φρένα σπασμένα.
Στων αρίστων τα πλήθη φανερά διακηρύττω
πώς πάλλεται ο κόσμος μας με “φώτα σβησμένα”.
.......................................

Δώθε – κείθε κουτάκια και σπασμένα μπουκάλια.

Κιτρινόχρους γι' ανθός στο κλωνάρι καπότα.
Made in China στο πλάι δίχως τούλι βεντάλια
και του δήμου οι λάμπες μ' άνευ ρεύμα και φώτα.

Ζήτω! Ζήτω φωνάζω κι όλοι πέριξ μου: "Ζήτω!

μα δεν είναι σαν κείνα που 'χαν σθένος και τόλμη.
Ναπολέων ντυμένος στο Δαφνί διακηρύττω
μιαν ιδέα δική μου: Μένει χρόνος! γι’ ακόμη…



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Kαταισχύνη



Παρακαλώ σας, πείτε μου! πώς μέσα μου να γιάνω;

Πώς μέσα μου για να χαρώ, που μου 'τυχαν εμπρός μου;
Θαρρώ πως πρέπει να τα πω πριν μου 'ρθει ν' αποθάνω.
Θαρρώ πως πρέπει να γενεί ο απώτερος σκοπός μου:

Στην αχυρένια μια νυχτιά του Νίγηρα καλύβα,

στην αγκαλιά μου ένα παιδί σχεδόν σκελετωμένο,
(τ' αθώα ματάκια του θυμάμαι ακόμη ως με κοιτούσαν)
στα ξαφνικά, ξεψύχησε για το 'χανε ταμένο 

της Δύσης κείνα τα θεριά, οπού κανείς δεν θέλει,

που κλέβουνε της Αφρικής το γάλα και το μέλι.

Στις Φιλιππίνες, στο Ροξάς, δε θα 'τανε τεσσάρων... 

που κάποιος ναύτης Γερμανός το πήρε να χαλάσει.
Σημάδι το 'χω στη ζερβή γροθιά μου, κι έχω ακόμη
τα δόντια εκείνου, που 'σπασα να μην ξαναγελάσει

της Δύσης τ’ άγριο το σκυλί, που θέλει να ξεδώσει,

και την Ασία την πόρνεψε για να τον ξεπληρώσει...

Κι ήταν, ακόμη, στο Καλάτ που την πετροβολούσαν 

γιατ' είχε κάποιον μόνη της θελήσει ν' αγαπήσει.
Ντράπηκα τόσο κι έκλαψα σαν το 'δα με τα μάτια
που τα 'βγαλα, μη ματαδώ την πρόστυχη τη Δύση

που σπούδασε τους εθνικούς δοτούς της ηγετίσκους,

και με πετρέλαιο μόλυνε τους ηθικούς και θρήσκους. 

Στην Καρθαγένη κι ύστερα, - Θέ μου, συγχώρεσέ με,

μα το 'δα εμπρός να γίνεται το φονικό στην πράξη,
κάποια πολύ που αγάπαγε το νταβαντζή με πάθος,
ένα μαχαίρι τράβηξε κι εκείνον είχε σφάξει. -

Για του χρυσού τ' αντάλλαγμα, τους πήγαν την πανώλη. 

Τους κυβερνούν πανσπερμικά της Δύσης, και Διαβόλοι!

Έχω της μαύρης ξενιτιάς τραγούδια εγώ γραμμένα

που κρύβω χρόνια μέσα μου για δεν πολύ θ' αρέσουν.
Είναι στενάχωρα, γιατί με δάκρυα είναι δοσμένα
τόσο, που θα με οικτίρετε, γιατί θα σας πονέσουν...



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Άπατρις



– Για δεν πετούν οι σταυραετοί;

– Μήπως κι εκείνοι πια δετοί…;
– Πού πήγαν, όλα;
Της άνοιξης, πού ’ν’ η χαρά;
Πήραν ανάποδη φορά,
τα μυροβόλα;

Πού ’ναι τα δέντρα; Πού οι σκιές;

– Κοράκια γύρω μας κι οχιές…
– Πού ’ν’ τα λουλούδια;
Πού ’ν’ ο πολύς κελαηδισμός;
Μήπως και πήρεν τα, σεισμός;
Πού ’ν΄ τα τραγούδια;

Πού ’ν’ τα ποτάμια, οι ρεματιές;

Πού ’ναι του πάθους μου, οι μυρτιές,
τα γιασεμιά μου! 
– Έλειπες, φαίνεται, καιρό…
– Κι άφησαν μόνο τον εχθρό
στη γειτονιά μου;

– Πήραν τη! πήραν την πατρίδα,

που ’λεγες, πως είν’ η μητρίδα
του κόσμου, όλου!
Πήραν τη, μέρα – μεσημέρι.
Ξένοι και “φίλοι” μας εταίροι… 
– Α, του διαβόλου!



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Μπλε και πράσινο



Δε μοιάζει στα γλυκά νερά της θάλασσας η αρμύρα.

Όσες φορές τη γεύτηκα, τόσες φαρμάκι πήρα.

Όσες φορές κι αν πλύθηκα, τη νιώθω απάνωθέ μου.

Γονυπετής και κλαίγοντας παρακαλώ σε, θέ μου:

Κάμε να πάψει η θάλασσα το σώμα μου να ραίνει,

να νιώσει λίγο απ’ τη δροσιά, η σάρκα η φλογισμένη.

Το έρμο κορμί μου, βάλλεται! δεν γαληνεύει, διόλου.

Θαρρώ, το χρώμα της το μπλε πως είναι του διαβόλου

καθώς, αλλάζει! πράσινο, γίνεται· κει, στη ρήχη.

Άλλο κακό στο σώμα μου, θέ μου, να μη μου τύχει.

Παρακαλώ σε, Ποσειδών, σ’ το λέγω εγώ, που σ’ είδα:

Τούτο το σώμα, ως φλέγεται… δεν άλλο απ’ την πατρίδα…



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Η αντάρτισσα μάνα



– Γιε μου, μου λες θε ν’ ακουστούν αυτά που σε τρομάζουν.

– Θα σε πικράνω, μάνα μου, μα πρέπει να σ’ τα πω.
Όσα που ξέραμε απ’ τα χθες, βυθίζουνε, ρημάζουν!
Νιώθω από νιος πια γέροντας που ζει δίχως σκοπό.

Ό,τι με πάθος, πίστεψα, θα πρέπει ν’ αναιρέσω.

Θα πρέπει να παραιτηθώ, να σβήσω, να χαθώ!
Άνοιξε τάφο, μάνα μου βαθύ για να χωρέσω.
Δώσε από τ’ άνθη μύρα σου το σώμα να πλυθώ.

– Αγάπη μου, δικό παιδί που σου ’πιανα το χέρι,

που χάιδευα, μη πικρανθείς και πάθεις μαρασμό…
– Τ’ άδικο, μάνα, τ’ άδικο μας κυβερνά και χαίρει.
Μας σπρώχνει προς την άβυσσο· μας θέλει το χαμό.

– Πάλεψε! γιε μου, πάλεψε και πιε από το φαρμάκι.

Από τ’ ανθρώπινο και πιε της κάλπικης ψυχής.
– Δίχως πια πίστη, μάνα μου, πώς να μπορώ, λιγάκι;
– Βάσταξε, γιε μου, βάσταξε! δεν πρέπει εσύ στη γης

πρέπει, – κατάρα στους μωρούς που κυβερνούν τους τόπους!

σ’ όσους περίσσια βγάζουνε και κρύβουνε σοδειά.
Να μην τον ίδιο θάνατο γευτούν με τους ανθρώπους.
Όλες, οι μαύρες οι ψυχές, σε μι’ άβυσσο – σπηλιά!

Δίχως ταφή και δίχως τους, παπά να τους διαβάζει:

Δίχως λιβάνι, δίχως τους εξόδιο, προσευχή!
– Έλα, μάνα μου, ξάπλωσε, γείρε γιατί βραδιάζει.
Φίλα με ’δώ, στο μέτωπο, να ευφράνει σου η ψυχή.

ΙΙ


Μάνα μου, κλαις; Μη το κρατάς βαθιά μες στην ψυχή σου;

Η στεναχώρια, είναι χτικιό που τρώει τα σωθικά.
Κλάψε! μα δώσε μου μαζί να πάρω την ευχή σου.
Αύριο, ψηφίζω, μάνα μου, να πάψω δουλικά…

– Εδώ, δεν έχει λυτρωμό, δεν έχει να σ’ ακούσουν…

– Ασθμαίνοντας, πώς να τα πω με κόσμια την ορμή;
Επί σκοπόν κι αμίλητος πριν τα πτηνά λαλήσουν,
θα μακελέψουν τ’ άμοιρο που γέννησες κορμί.

– Παιδί δικό και σπλάχνο μου και σάρκα της σαρκός μου,

δεν έχω εγώ στον πόνο σου παρά να σου μιλώ.
Μπορεί το γήρας να’ φτασε κι ο Θάνατος εμπρός μου,
όμως, σε θέλω αντάρτη μου! Νεκρό και σε φιλώ!

Μάνα, τι λες; Δεν το χωρά κι ο νους δεν επιτρέπει!

Μας πρέπει να ματώσουμε γι’ ακόμη μια φορά;
– Δίχως πατρίδα λεύτερη, παιδί μου, τι να “πρέπει”…;
Δείξε μου γη και σου ’ρχομαι, να πιάσω τη σπορά.

– Μου λες… να πάρω τ’ άρματα; να πιάσω το τουφέκι;

Να γαντζωθώ στ’ απόκρημνα και στην υγρή σπηλιά;
Παρακαλώ σε, μάνα μου, μα… στο μυαλό δε στέκει.
– Όποιος δεν θέλει λεύτερος… καλύτερη η θηλιά!

ΙΙΙ


Είναι βαρύς ο πόνος μου, κάθε που σε κοιτάζω.

Τι μαραζώνεις, μάτια μου, δίχως ελπίδα, πια;
Όλο τον κόσμο φέρνω σε στα πόδια και σου τάζω,
μ’ από τις τόσες ομορφιές, πια δε ζητάς καμιά.–

– Μάνα, δεν ίδιος ο καιρός, καθώς που τον θυμάσαι.

Ίδια δεν είν’ τα κρίματα, δεν είναι κι ο κλαυθμός.
Δεν ήθελα για να σ’ τα πω, για να μη μου λυπάσαι,
όμως, σκοτάδι, μάνα μου• βαρύς είν’ ο καημός.

Ήρθαν της Δύσης άρχοντες και πήραν μας τα κάλλη.

Τ’ όμορφο χώμα, πήρανε. Μηδ’ άφησαν, ανθό.
– Έρμο παιδί… Σου ’χω σταυρό κει δα, στο προσκεφάλι.
Πιότερο εγώ με τ’ άνθη μου, παρά να μαρανθώ.

– Πήραν τα! μάνα, πήραν τα! Μηδέ ’μεινε και κάμπος.

Μηδέ και δάσος, έμεινε, μηδέ από τα βουνά.
Μόν’ ο σταυρός σου, απέμεινε, να ρίξει του το λάμπος,
σ’ όλα της γης τα δύστυχα που ζουν στα σκοτεινά…

ΙV


– Ξύπνα, παιδί μου, να χαρείς την άνοιξη που φτάνει.

Γιατί στενάχωρα κοιτάς τον κόσμο από μακριά;
– Νοιάζομαι, μάνα και πονώ ποιος το παιδί του χάνει.
Ντύνω μ’ αιθάλη το κορμί και φορεσιά μαβιά.

Κοίτα, μανούλα, κοίτα την πώς η χαρά προσμένει.

– Σκούρο, παιδί μου, σύννεφο πλησιάζει φθονερό.
Αδιάφορο ποιος ζωντανός και ποιος πρώτος πεθαίνει.
Αδιάφορο ποιος που πεινά και που διψά νερό.

– Μάνα, λες πως στα ψέματα τόση χαρά μου τάζουν;

– Το παραμύθι βρεφικό και  σ’ το ’μαθα καλά…
Δίγλωσσα φίδια οι άνθρωποι που δηλητήρια στάζουν.
Δύστυχος όποιος δεν νογά και το μυαλό σφαλά.

Θα δεις ψυχές κατάλευκες κι άλλες πιότερο μαύρες.

Παρηγορήσου, θάρρεψε κι απόμεινε να δεις:
Τέσσερις είναι οι εποχές, κι αυτές κρύες και λάβρες.
Ποτέ σου, γιε μου, μη δεχτείς στα δουλικά να ζεις…

V


( Θέλει – μου λέει – το δύστυχο, να φύγει για τα ξένα…

Πίσω τη μίζερη ξανά ν’ αφήσει αυτή στεριά…
Να φορτωθεί τις πίκρες μας στους ώμους του, και πάλι
να φιλιωθεί με τ’ άραχλα της Δύσης τα θεριά).

– Είν’ ο δικός μου λογισμός άτι δετό που τρέχει.

Είμ’ ένα σίδερο σκεβρό, ριγμένο στη φωτιά.
Γκρίζες οι μνήμες προσπερνούν καθώς καιρός που βρέχει.
Άπατρις είμαι, πρόσφυγας! Πουλί στην ξενιτιά.

Εγώ δεν έχω να χαρώ, δεν έχω να γελάσω…

Μόνο μου θέλουν βάσανα, κλαυθμό και στεναγμό.
Όταν στ’ απέναντι στενό μού πρέπει να περάσω,
το βλέμμα σκύβω καταγής, άλλoν μη δω διωγμό.

Είμ’ ένας διάβολος! στοιχειό στα μάτια των ανθρώπων.

Είμαι της λέπρας γέννημα με το κορμί πληγές.
Έχω το δέρμα κίτρινο και φέρω των ενόχων.
Εσύ είμαι! που μου σφάλιζες τα μάτια σου στο χτες.



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Πένες 


Η καραβίσια πένα μου, σταμάτησε· δεν θέλει…

(Με δίχως μπάρκο, πώς μπορεί να πει για τα ταξίδια;
Με δίχως, κείνο τ' άλικο το φως, απ' τα μπορντέλα...
τους λογισμούς μου, πώς μπορεί σωστά για ν' αποδώσει;)


http://gmanetas.blogspot.gr/


Η δεύτερή μου, η στεριανή, έπαψε πια να γράφει.

(Με δίχως δάση, ρεματιές, με δίχως τα λουλούδια...
πώς να μπορέσει, λεύτερα να στέρξει το μελάνι, 
σπόρος να γίνει κι άνοιξης χόρτο – βαθύ κλινάρι;)


http://dimitradelakoyra.blogspot.gr/2010/08/blog-post_9284.html


Η τρίτη, της πολιτικής, είν' της ντροπής η πένα.

(Αυτή, δεν έχει λογισμούς παρήγορους κι ευφράδειες.
Έτσι ασημένια, ως κείτεται δίκοπη μοιάζει κάμα.
Αυτή, μιλά γι' ανθέλληνες - πολιτικούς, προδότες!)


https://georgemanetasexaformis.wordpress.com/2005/03/14/5/


Η τέταρτη, μ' όψη σφοδρή, είν' του Θανάτου η πένα.

(Τούτη, την έχω με άλυσο δεμένη στο κατώγι. 
Μαύρο θυμίζει Χάροντα που ζεύει τ' άλογό του.
Θάλασσες, τούτη, δε νογά! ούτ' ευανθούς και φαύλα…


Σαν είναι τούτη, για να πει… σαν είναι για να γράψει…

αλλοίμονο! στον δύστυχο το νου που την κατέχει:
Θα θέλει αυτόν κάτω, νεκρό· στην άβυσσο, θα θέλει.
Αυτήν, δεν θέλω να κοιτώ, δεν θέλω καν ν'  αγγίζω...)



http://georgemanetaspoetry.blogspot.gr/



©Γιώργος Ν. Μανέτας