.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012


Της θάλασσας και της στεριάς


Κάθε που βράδιαζε, το σπίτι ονειρευόσουνα, 
φύλλα μυρτιάς κι ένα κλωνί βασιλικού.
Κάποια ροδιά, που από μικρός εκεί κοιμόσουνα,
τη φανταζόσουνα σκοπό, παραμυθιού.

Αυτή τη θάλασσα, σου 'λεγα, να τη σκιάζεσαι.
Δεν επιτρέπονται παιχνίδια του μυαλού.
Εδώ 'χει τέρατα - θεριά, κι αυτό να νοιάζεσαι·
δεν έχουν χώρο εδώ, τα αισθήματα του νου.

Εδώ, είν’ ο Θάνατος σκοπός, – κοίτα πώς στέκεται…
Τα παραμύθια εδώ δεν έχουνε χρησμούς.
Ούτε ορισμούς θα βρεις, η μοίρα καθώς πλέκεται,
πάλι ξεπλέκεται, με αέναους χωρισμούς.

Εδώ, χορεύουν τα στοιχειά, κι είν’ όλα δύσβατα.
Μαυροντυμένες, είν’ οι δόλιες μας ψυχές.
Πού ’ναι το φως; Πού ’ν’ της χαράς μας τα δακρύσματα;
Εδώ, φυτεύουμε οικτιρμούς, συνενοχές.

Εδώ, είν' ο θόλος, το λημέρι κάθε θάνατου!
Εδώ είν' οι πάροδοι, με τ' άγρια του θεού.
Εδώ δεν έφερε κανένας μας τη μάνα του·
ούτε λιβάνι και καντήλι, στεριανού.

ΙΙ

- Δεν έχει, δέντρα η θάλασσα, κι απάνω τους αηδόνια;
Δεν έχει ανθρώπινες φωνές, χαρές και περιπάτους;
- Δεν έχει, δέντρα και φωνές, περίπατους κι αηδόνια.
Αυτά, που φέρουνε λαλιά, στ’ ανθρώπινα δε μοιάζουν.

- Ούτε σταυρό; Ούτε πομπή; Ούτε κι οσμή λιβάνου;
Ούτε τα μύρα - επτάνησα των λουλουδιών μου, εκείνα…;
- Ούτε καντούνι να διαβείς, στεριά για να σε δούνε
να σε ξεπροβοδίσουνε, στ’ αχώματο μνημούρι.

- Ούτε καμπάνες, σήμαντρα, θ’ ακούσω να χτυπάνε;
Ούτ’ ένα δέντρο, τόσο δα, να ‘χει σκιά η ταφή μου;
- Ούτε σε χλόη μη δροσιστείς, ούτε να την αγγίξεις,
θα τρέξουν τα βαθύρριζα, πριν πάνω της κυλήσεις.

- Ούτ’ αδερφός, για να με δει; Παπάς, να με διαβάσει;
Ούτε αγρυπνίας συγχώρεση, μη νιώσω στις αισθήσεις;
Ούτε την πένθιμη κραυγή, της μάνας μοιρολόγι
ν’ αφουγκραστώ και μέσα μου, να πάρω στο ταξίδι…;

- Ούτ’ αδερφός, στη θάλασσα, ούτε μητέρα, μπαίνει…
Ούτε σταυρός, ούτε πομπή, ούτε κι οσμή, λιβάνου.
Σ’ αυτήν εδώ, τη θάλασσα, μήτε και Χάρος, μένει…
Σαν βρεις εξώθυρα να μπεις, δεν βρίσκεις, για να φύγεις…

IΙΙ

- Εδώ, σ’ αυτή τη θάλασσα, μάτι δε φτάνει ανθρώπου;
- Ούτε κι ανθρώπινες φωνές θ' ακούσεις, να μιλάνε.
Εδώ, μόνο γλαρόπουλα που σιγοτραγουδάνε,
που 'χουν παιδιάτικες φωνές, όμοιες με των αγγέλων.

Εδώ, δεν έχει ένα κλωνί, χορτάρι να πατήσεις,
ούτε παράθυρο ανοιχτό, ρημάδι, λίγο κήπο.
Δεν έχει δρόμο να διαβείς, πόρτα, ν' ακούσεις χτύπο.
Εδώ, η σιωπή είν’ ανείπωτη, μόνο αφρισμοί κυμάτων.

Εδώ, δεν έχει να χαρείς, ν’ αγαπηθείς, δεν έχει!
Ούτε 'χει μάνα κι αδερφή, κάποιον, να σου μιλήσει.
Μόνο ακατάληπτες φωνές, μόνο θυμοί και μίση.
Εδώ, δεν έχει πεθαμό, μόνο πνιγμό έχει, μόνο...


©Γιώργος Ν. Μανέτας