.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011


Η αμαρτωλή


Δε σου ’μεινε φωνή να πεις για τα βουνά, τα δάση,
oύτε χαρά πια σου ‘μεινε να τραγουδάς για κείνα.
Σαν να τελειώνει σου η ψυχή, σαν να τελειώνει ο κόσμος.
Μόνο μετάνοια σ’ εκκλησιά τώρα για σένα πρέπει.

Μπολιάστηκες έρμη ψυχή στα μάταια των ερώτων
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς νερό στους διψασμένους.
Δίχως ποτέ ν’ αφουγκραστείς ένα των άλλων δάκρυ.
Δε σ’ άφηνε, για να τα δεις, το θάμπος των ματιών σου.

Στα λαμπερά μα πρόσκαιρα της νιότης κείνα χρόνια
τεταραγμένη σύρθηκε στ’ ανάσκελα η ψυχή σου.
Ήρθε κι ο χρόνος σ’ έντυσε τη νύχτια του ρυτίδα.
Το μαρτυράει το λιγοστό του καντηλιού πια λάδι.

Μαυράγγελοι και Χερουβείμ σε διεκδικούν παρόντα
κι ένας στυγνός σα Χάροντας με τη ρομφαία της δίκης
σου ψιθυρίζει τ’ ακριβό του τέλους σου ταξίδι:
Κεκοιμημένη μου αδερφή, ζυγίζω την και φεύγω.

Ψάλλοντας κλαίνε οι άγγελοι δίχως ψυχή στα χέρια,
δίχως πομπή ν’ ακολουθεί το λάλον του αρχαγγέλου.
Ένας ανθός μόνο σταυρός, σφοδρός κριτής που ψέλνει:
Των κολασμένων τις ψυχές τις παίρνουν τα τελώνια.

……………………..

Μοίρες κακές με μοίραιναν τη νύχτα που γεννιόμουν
κι ευχή μου δόθηκε στρεβλή να ζω δίχως τον ύπνο.
Όνειρο εγώ δεν γνώρισα, γι’ αυτό και δεν θυμάμαι
αν ζωντανή που το ’γραψα, ή τώρα πεθαμένη…



©Γιώργος Ν. Μανέτας