.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012


 Η αντάρτισσα μάνα


– Γιε μου, μου λες θε ν’ ακουστούν αυτά που σε τρομάζουν.
– Θα σε πικράνω, μάνα μου, μα πρέπει να σ’ τα πω.
Όσα που ξέραμε απ’ τα χθες, βυθίζουνε, ρημάζουν!
Νιώθω από νιος πια γέροντας που ζει δίχως σκοπό.

Ό,τι με πάθος, πίστεψα, θα πρέπει ν’ αναιρέσω.
Θα πρέπει να παραιτηθώ, να σβήσω, να χαθώ!
Άνοιξε τάφο, μάνα μου βαθύ για να χωρέσω.
Δώσε από τ’ άνθη μύρα σου το σώμα να πλυθώ.

– Αγάπη μου, δικό παιδί που σου ’πιανα το χέρι,
που χάιδευα, μη πικρανθείς και πάθεις μαρασμό…
– Τ’ άδικο, μάνα, τ’ άδικο μας κυβερνά και χαίρει.
Μας σπρώχνει προς την άβυσσο· μας θέλει το χαμό.

– Πάλεψε! γιε μου, πάλεψε και πιε από το φαρμάκι.
Από τ’ ανθρώπινο και πιε της κάλπικης ψυχής.
– Δίχως πια πίστη, μάνα μου, πώς να μπορώ, λιγάκι;
– Βάσταξε, γιε μου, βάσταξε! δεν πρέπει εσύ στη γης

πρέπει, – κατάρα στους μωρούς που κυβερνούν τους τόπους!
σ’ όσους περίσσια βγάζουνε και κρύβουνε σοδειά.
Να μην τον ίδιο θάνατο γευτούν με τους ανθρώπους.
Όλες, οι μαύρες οι ψυχές, σε μι’ άβυσσο – σπηλιά!

Δίχως ταφή και δίχως τους, παπά να τους διαβάζει:
Δίχως λιβάνι, δίχως τους εξόδιο, προσευχή!
– Έλα, μάνα μου, ξάπλωσε, γείρε γιατί βραδιάζει.
Φίλα με ’δώ, στο μέτωπο, να ευφράνει σου η ψυχή.

ΙΙ

Μάνα μου, κλαις; Μη το κρατάς βαθιά μες στην ψυχή σου;
Η στεναχώρια, είναι χτικιό που τρώει τα σωθικά.
Κλάψε! μα δώσε μου μαζί να πάρω την ευχή σου.
Αύριο, ψηφίζω, μάνα μου, να πάψω δουλικά…

– Εδώ, δεν έχει λυτρωμό, δεν έχει να σ’ ακούσουν…
– Ασθμαίνοντας, πώς να τα πω με κόσμια την ορμή;
Επί σκοπόν κι αμίλητος πριν τα πτηνά λαλήσουν,
θα μακελέψουν τ’ άμοιρο που γέννησες κορμί.

– Παιδί δικό και σπλάχνο μου και σάρκα της σαρκός μου,
δεν έχω εγώ στον πόνο σου παρά να σου μιλώ.
Μπορεί το γήρας να’ φτασε κι ο Θάνατος εμπρός μου,
όμως, σε θέλω αντάρτη μου! Νεκρό και σε φιλώ!

Μάνα, τι λες; Δεν το χωρά κι ο νους δεν επιτρέπει!
Μας πρέπει να ματώσουμε γι’ ακόμη μια φορά;
– Δίχως πατρίδα λεύτερη, παιδί μου, τι να “πρέπει”…;
Δείξε μου γη και σου ’ρχομαι, να πιάσω τη σπορά.

– Μου λες… να πάρω τ’ άρματα; να πιάσω το τουφέκι;
Να γαντζωθώ στ’ απόκρημνα και στην υγρή σπηλιά;
Παρακαλώ σε, μάνα μου, μα… στο μυαλό δε στέκει.
– Όποιος δεν θέλει λεύτερος… καλύτερη η θηλιά!

ΙΙΙ

Είναι βαρύς ο πόνος μου, κάθε που σε κοιτάζω.
Τι μαραζώνεις, μάτια μου, δίχως ελπίδα, πια;
Όλο τον κόσμο φέρνω σε στα πόδια και σου τάζω,
μ’ από τις τόσες ομορφιές, πια δε ζητάς καμιά.–

– Μάνα, δεν ίδιος ο καιρός, καθώς που τον θυμάσαι.
Ίδια δεν είν’ τα κρίματα, δεν είναι κι ο κλαυθμός.
Δεν ήθελα για να σ’ τα πω, για να μη μου λυπάσαι,
όμως, σκοτάδι, μάνα μου• βαρύς είν’ ο καημός.

Ήρθαν της Δύσης άρχοντες και πήραν μας τα κάλλη.
Τ’ όμορφο χώμα, πήρανε. Μηδ’ άφησαν, ανθό.
– Έρμο παιδί… Σου ’χω σταυρό κει δα, στο προσκεφάλι.
Πιότερο εγώ με τ’ άνθη μου, παρά να μαρανθώ.

– Πήραν τα! μάνα, πήραν τα! Μηδέ ’μεινε και κάμπος.
Μηδέ και δάσος, έμεινε, μηδέ από τα βουνά.
Μόν’ ο σταυρός σου, απέμεινε, να ρίξει του το λάμπος,
σ’ όλα της Γης τα δύστυχα που ζουν στα σκοτεινά…

ΙV

– Ξύπνα, παιδί μου, να χαρείς την άνοιξη που φτάνει.
Γιατί στενάχωρα κοιτάς τον κόσμο από μακριά;
– Νοιάζομαι, μάνα και πονώ ποιος το παιδί του χάνει.
Ντύνω μ’ αιθάλη το κορμί και φορεσιά μαβιά.

Κοίτα, μανούλα, κοίτα την πώς η χαρά προσμένει.
– Σκούρο, παιδί μου, σύννεφο πλησιάζει φθονερό.
Αδιάφορο ποιος ζωντανός και ποιος πρώτος πεθαίνει.
Αδιάφορο ποιος που πεινά και που διψά νερό.

– Μάνα, λες πως στα ψέματα τόση χαρά μου τάζουν;
– Το παραμύθι βρεφικό και  σ’ το ’μαθα καλά…
Δίγλωσσα φίδια οι άνθρωποι που δηλητήρια στάζουν.
Δύστυχος όποιος δεν νογά και το μυαλό σφαλά.

Θα δεις ψυχές κατάλευκες κι άλλες πιότερο μαύρες.
Παρηγορήσου, θάρρεψε κι απόμεινε να δεις:
Τέσσερις είναι οι εποχές, κι αυτές κρύες και λάβρες.
Ποτέ σου, γιε μου, μη δεχτείς στα δουλικά να ζεις…

V

( Θέλει – μου λέει – το δύστυχο, να φύγει για τα ξένα…
Πίσω τη μίζερη ξανά ν’ αφήσει αυτή στεριά…
Να φορτωθεί τις πίκρες μας στους ώμους του, και πάλι
να φιλιωθεί με τ’ άραχλα της Δύσης τα θεριά).

– Είν’ ο δικός μου λογισμός άτι δετό που τρέχει.
Είμ’ ένα σίδερο σκεβρό, ριγμένο στη φωτιά.
Γκρίζες οι μνήμες προσπερνούν καθώς καιρός που βρέχει.
Άπατρις είμαι, πρόσφυγας! Πουλί στην ξενιτιά.

Εγώ δεν έχω να χαρώ, δεν έχω να γελάσω…
Μόνο μου θέλουν βάσανα, κλαυθμό και στεναγμό.
Όταν στ’ απέναντι στενό μού πρέπει να περάσω,
το βλέμμα σκύβω καταγής, άλλoν μη δω διωγμό.

Είμ’ ένας διάβολος! στοιχειό στα μάτια των ανθρώπων.
Είμαι της λέπρας γέννημα με το κορμί πληγές.
Έχω το δέρμα κίτρινο και φέρω των ενόχων.
Εσύ είμαι! που μου σφάλιζες τα μάτια σου στο χτες.