.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011


Κι είπες:


Μιας και ο κύκλος, έσπασε…
για τις ανάγκες μου, κρατώ το σπίτι,
το εξοχικό,
το αυτοκίνητο,
τα τέσσερα στρέμματα,
το κότερο
………………..
………………..
………………..

Ένα εκατοντασέλιδο, γέμισες…
Και πήρες…. πήρες…. πήρες….

Ακόμη, και τον κύκλο.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


¨˜°º۩º°˜¨


Το σπίτι μας, άδειο...


στις φωτογραφίες μας, μόνο
κάποια κίνηση από προσφιλή πρόσωπα
θυμίζουν πως υπήρξαμε…

Κάποιες φωνές, αιώνια και αέναα θυμητικές
που λογίζονται ψίθυροι,
δίνουν την αίσθηση της αφαίρεσης.

Σαν σε πολύκοσμη ερημιά τα χαμόγελα
ίδια πάντα
δίχως την υποψία του φρέσκου,
δίχως την ελπίδα της έτερης κίνησης.

Το σπίτι μας, άδειο…

Μόνο των εικόνων τ’ ασώπαστα πρόσωπα,
τείνουν
μίας υποψίας χαμόγελο.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


¨˜°º۩º°˜¨


Η φωτογραφία


Μία φωτογραφία σου απ’ τα χθες,
που δάκρυζε,
χλωμή απ’ το χρόνο

(με μια χαρακιά βαθιά στο μέτωπο
ρυτίδας μπορεί
ή κι από χτύπημα –
καθώς χρυσάφι κι ενώτια
στο συρτάρι
απρόσεχτα ρίχνω)
την τοποθέτησα πλάι στο παράθυρο·

να βλέπεις κόσμο και να χαίρεσαι,
σαν και να υπήρχες…(;)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


¨˜°º۩º°˜¨


Όλο έπεφτες σε αντιφάσεις,
γελούσες νευρικά,
με λόγο μετέωρο
τόσο
που οι λέξεις
ένοχα αιμορραγούσαν
υποκρισία και ψέμα.

Ένα μειδίαμα, μόνο…
σαν Ερινύας χαμόγελο
σε ραγισμένο καθρέφτη.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


¨˜°º۩º°˜¨


Όλα σου, είν’ εδώ…
όπως τ’ άφησες…
Μόνον η πλήξη, στη σκόνη
φτιάχνει μάταιους κύκλους
με το δάχτυλο.

Το μικρής κλίμακας πλοίο,
σαλπάρισε

μία παλαιά του καθρέφτη μορφή,
αυτομόλησε

μαζί και οι μνήμες

οι φωνές

Όλα σου, είν’ εδώ,
μα δεν είναι όπως τ’ άφησες:

Φεύγοντας,
ξέχασες να κλείσεις την πόρτα…



©Γιώργος Ν. Μανέτας


¨˜°º۩º°˜¨


Με τυχαία σειρά



Στα κυκλοθυμικά film των photos
απρόβλεπτα ήρθες,
ασυνεπής
όπως πάντα,
να μου θυμίσεις
πως
η κερκόπορτα των ονείρων μας
έκλεισε.

Στο δίπλα καρέ, βροχή.
Οι Εριννύες στο πλάι
κι ένας κρωγμός,
μπορεί από γκιόνη,
μπορεί από Θάνατο.

Απρόβλεπτα, ήρθες.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


¨˜°º۩º°˜¨


Ακραιφνώς



Η τελευταία
ξεχασμένη σου ματιά,
στον καθρέπτη της σάλας
που ράγισε:
κομμάτια αιχμηρά.

Ακραιφνώς, κείτεται
των κρυστάλλων η Νέμεσις…



©Γιώργος Ν. Μανέτας


¨˜°º۩º°˜¨


Θύμισε μου



Πριν μιλήσουμ’ εμείς,
πριν καλά γνωριστούμε…

πριν σαν δρόμου στροφή,
τα κορμιά μας πληγούνε…

γνωριστούνε και πριν
τα μεθύσει ένα χάδι…

πριν η ανάσα, βαριά
και τ’ ανέγγιχτα χείλη…

πριν δεχτεί να χαρεί,
μια ριπή 'κείν’ η μήτρα…

πριν εμείς, πριν αυτά…
πριν εμείς συστηθούμε…

θύμισε μου…



©Γιώργος Ν. Μανέτας


¨˜°º۩º°˜¨


Το δίλημμα



Σε είδα να έρχεσαι, μα δεν ήσουν.
Επιμένω, να αναπολώ τη μορφή σου
μα στην αιθάλη, τη χάνω.
Νείρομαι, τις νύχτες ντυμένη
με τη γαιώδη εσάρπα μου,
να κατεβαίνω τις πλαγιές της υπομονής
περπατώντας σε μονοπάτι λίθινο.
Δροσιά και φλόγα γίνομαι,
έχιδνα κι αχινός,
σκαιά βολή.

Σε μια στροφή παράλληλου καθαρμού
σε βρίσκω, μα δεν ήσουν.
Σιγή εκκωφαντική γύρω,
κι εγώ.

Στην απουσία
o χρόνος καμπυλώνει
αμφισβητώντας μου
την ύπαρξη.
Ο αιμομίχτης αυτός
με προσκαλεί
να ντυθώ τη σκόνη του.
Nα σε ποθώ, περιμένοντας
με νύχια και δόντια λέοντα.

Να σ’ αγαπώ, ή θα ξανάρθεις;



©Γιώργος Ν. Μανέτας