.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010



Ζωγραφικός Πίνακας


Κι είπε: 

Θα φύγουμε μακριά, σε μι’ άλλη γη, θα πάμε.
Σε μι’ άλλη θάλασσα, άγνωστη, σ’ ένα νησί, μια ξέρα.
Όνειρα εκεί θα κάνουμε και θα χαμογελάμε.
Την δίχως δάκρυ, αγάπη μας, θα χαίρουμε ολημέρα 
είπε:

Εκεί που αμάραντα κι αθάνατα λουλούδια.
Που ’χει ποτάμια, ρεματιές, ισιάδες, καταράχια.
Που κελαηδούνε τα πουλιά τα πι’ όμορφα τραγούδια.
Οπού τοπίο συγκίνησης, οι γλάροι και τα βράχια
είπαν:

Βαρκούλες χάρτινες στο χάλκινο το δείλι
θα 'ν' οι ζωές τους, κι έπειτα διαρκείς σαν καλοκαίρι.
Στα λατρεμένα μάτια της θα την φιλάει, στα χείλη.
Στη μοναξιά του, νοιώθοντας θα του κρατά το χέρι
είπε:

Εκεί, π’ ασχήμια δεν χωρά παρά η αγάπη, μόνο.
Που το μαντίλι της φυγής δεν χρειάζεται, ν’ ασκώσεις.
Μηδέ καημό και θάνατο κει θα ’χει, μηδέ φθόνο
είπα
ν·
μέχρι που ξέβαψαν, του ονείρου οι αποχρώσεις…



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Σπουδή

Κάθε μυστικό έχει μέτρο όσο οι πήχες της οργιάς σου.
Σε μιά τρέμει πια η φωνή σου κι όταν νείρεσαι γι’ αυτή,
κι όταν στέκει εμπρός σου νιώθεις σαν να μίκρυνε η θωριά σου,
σαν να κολυμπάς με μόχθο σε μια θάλασσα καυτή.

Όποιον δρόμο κι αν διαλέξεις, πάντα συνετά να στέκεις.
Σ’ όποιον στίχο κι αν πονέσεις κράτα πισινή μισή,
καθώς, ο καημός δεν είναι ρούχο, να ξεφτάς να πλέκεις,
μηδέ κι ό,τι λάμπει μοιάζει στην καδένα τη χρυσή.

Έγνοια ο έρωτας και θέλει κόπο, αγρύπνια και ξενύχτια.
Κόστη μύρια τα όνειρα μας κι έχουν δάκρυ και λυγμό,
σαν η θάλασσα του αδίκου, με τα κύματα τα νύχτια,
παρασέρνει το καράβι σ’ έναν άδικο πνιγμό.

Με το φύσημα του αγέρα ψάξε για καινούρια ρότα.
Κράτα την καλύπτρα μόνο για τ’ αξάφνου της βροχής,
γιατί ντύμα του κορμιού σου θα 'βρεις μι’ αλλαξιά σαν πρώτα,
μα στεγνή αλλαξιά δεν θα 'βρεις, για το ντύμα της ψυχής...



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σπουδή ΙΙ

Τα πελαγίσια κύματα σφοδρά σπάζουν στην πλώρη
κι έρπουν στο πλάγι διάφωτα τα έμβια της θαλάσσης,
κει που συνάγουν τα λυγρά των θυελλωδών ανέμων,
κει που η ψυχή ζυγίζεται μιας κι όλα τ’ ανατρέπει. 

Μες στην αχλή, πώς προσδοκάς σημείο να βρεις καθάριο 
ώστε, το διάφεγγο να δεις του διάττοντα τ’ αστέρι;
έτσι και η πένα, στο άρρητο το ξέφωτο του στίχου 
λειασμένη πρέπει, ουσιαστικά να μοιάζει με τη σμίλη:

"Κι αν είναι πλέρια η θάλασσα και θέλγεσαι από κείνη,
κι αν έχει μες στ' αγνάντι σου τι προσδοκά η ψυχή σου,
τι πάλλει μέσα σου η καρδιά, καθ’ άκρη της ν' αγγίξεις,
(γράφω), πως έχει κι αβαθή. Σκοπέλους, να τσακίσεις".

Έτσι, κάθε που βάλλουνε τα κύματα και σπάζουν
στην πλώρη, κι έρπουν διάφωτα τα έμβια της θαλάσσης,
κάνω σπουδή μου το άρρητο, στα ξέφωτα των στίχων, 
γιατί, φορές στ’ ανείπωτα, κρύβεται η έρμη αλήθεια...



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναυάγια


- Ποιαν αρμενίζεις θάλασσα και δε σε φτάνει ο νους μου
και δεν μπορώ τα μάτια σου ν’ ανταμωθώ ξανά
ώστε, λίγο ν’ απάλυνα τους πλείστους στεναγμούς μου.
Ώστε, νοερά ν’ αντάμωνα, μες σε νερά κυανά. 

- Είναι του πέλαου τα στοιχειά και τ’ άναρθρα του ανέμου
που με κρατούν στ ανήλιαγα, γι’ αυτό δε με θωρείς
Θάλασσα, που κατάσαρκα σε φέρω απάνωθε μου,
που ως άλλοτε, πια δεν μπορείς παρά ν’ ανιστορείς...

- Σε αχαρτογράφητα νερά προσμένω ν’ απαγκιάσεις,
να ξαπλωθείς και μέσα μου να νιώσεις τη δροσιά.
Να μ’ ανταμώσεις, έρωτα, ωσότου αναγαλλιάσεις.
Ως να με δεις, στο κιάλι σου πρωινή δροσοσταλιά.

- Για ένα ταξίδι κίνησα - κει που το φως δε φτάνει,
που γκρεμισμένα κείτονται τα αισθήματα, η χαρά,
κει που δε φτάνει ο Έρωτας, σαν ήλιος να ζεστάνει
όποια ψυχή, αφέθηκε στα βύθια, στα σκιερά.

Που σκουριασμένες άλυσες κρατούν και ακινητούνε 
κάτω από πλήθη βότσαλα κι ωχρόφυτα γλυφά·
κει που οι ψυχές, στα πέλαγα ριγούν κι αναθαρρούνε,
κει που η ζωή, του Θάνατου το μένος, τ’ αψηφά. 

- Ήθελα εγώ, στ’ ατρόμητα τα τόξα των ματιών σου
στόχος χρηστός: στο στήθος μου να βάλλεις, της ψυχής·
η ανασαιμιά μου, θα 'θελα στις άκρες των χειλιών σου. 
Συνεπιβάτες στ’ όνειρο παρά πια δυστυχείς.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αισθήσεις

Της ψυχής τη συχνότητα, αναπόκριτα ορίζεις.
Πόσο μοιάζεις στα κύματα σιωπηλά που περνούν.
Ως μ’ αρνήθηκες κι έπειτα, σιγαλά ψιθυρίζεις 
“τ’ ανυπόκριτα αισθήματα, τις καρδιές συγκινούν”.

Με το ασήμι συγκρίνω το στιλπνό του κορμιού σου.
- Σε αρυτίδωτο πέλαγο λησμονείς πούθε πας.
Ό,τι λάτρεψες σφάλισε μες στ’ αρμάρι του νου σου.
Κάθε στίχος μι’ ανάμνηση, συλλογιέσαι. Γελάς.

Την αγάπη στις ρίμες σου με την πένα διανθίζεις.
Στιχουργείς για τον έρωτα μπρος σ’ ενθύμιο παλιό.
Ανασταίνεσαι κι έπειτα μες σε στίχους σκορπίζεις. 
Κεντάς κόσμους και σύμπαντα στης ψυχής τ’ αργαλειό. 

Μοιάζει ολάφριστο πέλαγο το καράβι του ονείρου.
Το ταξίδι που κίνησες μα δεν βρήκες στεριά.
Σπάζεις σμίλες και γλύφανα σε μια στήλη σιδήρου,
για να χτίσεις το κάλλιστο με την πλέρια θωριά.



©Γιώργος Ν. Μανέτας