.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011


Κόρακες


Άτιμε κόρακα, που χτες αφαίμαξες το βιος μου,
που μ’ άρπαξες και δεν θα δω να υψώνεται σα πέρα
το καλαμπόκι το παχύ το καταπράσινό μου,
το καλαμπόκι που θελα να θρέψω τα παιδιά μου.

Απόκαμα μωρέ σκυφτή σπυρί – σπυρί στον κάμπο
να βάζω της στα σωθικά, να βάζω της στα σπλάχνα,
κι ήρθες σύ κακορίζικο τον κόπο μου ν’ αρπάξεις,
να κλέψεις την προικοσπορά, που χα γι’ αλλού ταμένη.

Ανάθεμά σε, κόρακα, που σκιάχτρο δεν φοβάσαι,
παρά μονάχα σκέφτεσαι τ’ αχόρταγό σου στόμα,
δίχως να νιώσεις μια στιγμή τον πόνο τον δικό μου,
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς, μην πέσω κι αποθάνω.

Τι σου κανα, μαύρο πουλί και θέλησες το βιος μου
και τ’ αμπελιού και μου φαγες την καρπερή πατάτα·
σαν την ακρίδα κι έφερες και του σογιού τους κλέφτες
τ’ αρπακτικά, τα βάρβαρα τα στίφη των φονιάδων…


Άπατρις


– Για δεν πετούν οι σταυραετοί;
– Μήπως κι εκείνοι πια δετοί…;
– Πού πήγαν, όλα;
Της άνοιξης, πού ’ν’ η χαρά;
Πήραν ανάποδη φορά,
τα μυροβόλα;

Πού ’ναι τα δέντρα; Πού οι σκιές;
– Κοράκια γύρω μας κι οχιές…
– Πού ’ν’ τα λουλούδια;
Πού ’ν’ ο πολύς κελαηδισμός;
Μήπως και πήρεν τα, σεισμός;
Πού ’ν΄ τα τραγούδια;

Πού ’ν’ τα ποτάμια, οι ρεματιές;
Πού ’ναι του πάθους μου, οι μυρτιές,
τα γιασεμιά μου! 
– Έλειπες, φαίνεται, καιρό…
– Κι άφησαν μόνο τον εχθρό
στη γειτονιά μου;

– Πήραν τη! πήραν την πατρίδα,
που ’λεγες, πως είν’ η μητρίδα
του κόσμου, όλου!
Πήραν τη, μέρα – μεσημέρι.
Ξένοι και “φίλοι” μας εταίροι… 
– Α, του διαβόλου!



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Μπλε και πράσινο


Δε μοιάζει στα γλυκά νερά της θάλασσας η αρμύρα.
Όσες φορές τη γεύτηκα, τόσες φαρμάκι πήρα.

Όσες φορές κι αν πλύθηκα, τη νιώθω απάνωθέ μου.
Γονυπετής και κλαίγοντας παρακαλώ σε, θέ μου:

Κάμε να πάψει η θάλασσα το σώμα μου να ραίνει,
να νιώσει λίγο απ’ τη δροσιά, η σάρκα η φλογισμένη.

Το έρμο κορμί μου, βάλλεται! δεν γαληνεύει, διόλου.
Θαρρώ, το χρώμα της το μπλε πως είναι του διαβόλου

καθώς, αλλάζει! πράσινο, γίνεται· κει, στη ρήχη.
Άλλο κακό στο σώμα μου, θέ μου, να μη μου τύχει.

Παρακαλώ σε, Ποσειδών, σ’ το λέγω εγώ, που σ’ είδα:
Τούτο το σώμα, ως φλέγεται… δεν άλλο απ’ την πατρίδα…



©Γιώργος Ν. Μανέτας