.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Η νύφη



Της είπαν λευκό νυφικό να φορέσει από σύννεφο,
της βάλαν αταίριαστα στέφανα μιας λεύκας τη ρίζα,
κεντρί σ’ ένα φύλλο χαρτί προικοσύμφωνο αχάλαστο
με ζα, κι ένα κάμπο γιαλό σε βουνίσιο ακρωτήρι.

Μικρά χελιδόνια ξεχύνουν θλιμμένα απ' τα μάτια της,
στις δυο των βλεφάρων πλευρές γύρο κάνουν θανάτου,
ματόκλαδα εκεί ξερικά σαν τα δέντρα της έρημος,
κουρνιάζουν απάνω κοράκων τα στίφη χειμώνα.

Θυμός στο κατώφλι απ' τα χείλη κι η ανάσα της θύελλα,
πικρός κομπασμός εμφανίζει μια πλάτη σκανδάλης,
πασχίζει με οργή να χαθεί μες στης νύχτας το σάβανο,
μπροστά ξενιτιά το μαντίλι κι ο μόλος καράβι.

Καρτέρι ο φονιάς με μαχαίρι στην άκρη μιας άσφαλτος,
κοκόρι λαλεί στα παρθένα χλωμά τώρα χείλη,
ροδιού χρώμα η κάμα κι ο πέπλος της νύφης πια κόκκινος,
ψαλμοί περιμένουν κραυγές σε χωριού κοιμητήρι.